κοκκινάδι

κοκκινάδι
τό
1) красное пятно; 2) румяна; губная помада;

βάζω κοκκινάδι — или βόφω με κοκκινάδι — а) красить, губы; — б) подкрашиваться румянами, румяниться;

βάφομαι με κοκκινάδι — подкрашиваться, румяниться;

3) румянец

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "κοκκινάδι" в других словарях:

  • κοκκινάδι — το (Μ κοκκινάδι) 1. κόκκινο σημάδι, κοκκινίλα 2. καλλυντικό που προσδίδει κόκκινο χρώμα, κυρίως στα χείλια και στα μάγουλα τών γυναικών νεοελλ. το φυσικό ερυθρό χρώμα που έχουν τα μάγουλα, τα χείλια ή άλλα μέρη τού σώματος ή το κόκκινο χρώμα… …   Dictionary of Greek

  • κοκκινάδι — το 1. κόκκινο σημάδι. 2. κόκκινη βαφή που χρησιμοποιείται από τις γυναίκες σαν ψιμύθιο, φτιασίδι, ρουζ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -άδι — παραγωγ. κατάλ. ουδ. ουσ. που προήλθε από την αρχαία μτγν. και μσν. υποκορ. κατάλ. άδιον από ουσ. σε άς, άδος + αρχ. υποκορ. κατάλ. ιον: λιβάς λιβάδ ος λιβάδ ιον. Στη Νέα Ελληνική η κατάληξη αυτή έχασε την υποκοριστική της σημασία: λιβάδιον… …   Dictionary of Greek

  • κοκκινίζω — (AM κοκκινίζω) [κόκκινος] παίρνω ερυθρό χρώμα, γίνομαι κόκκινος (α. «κοκκίνισε από την πολύωρη παραμονή του στον ήλιο» β. «είναι τόσο ντροπαλή που κοκκινίζει με το παραμικρό») νεοελλ. (στη μαγειρική) φρύγω, τσιγαρίζω, καβουρδίζω νεοελλ. μσν. 1.… …   Dictionary of Greek

  • κραγιόν(ι) — το 1. γραφίδα από χρωστική ουσία για ιχνογράφηση ή ζωγραφική 2. η εικόνα που έγινε με κραγιόνι 3. σκεύασμα ερυθρού, συνήθως, χρώματος με το οποίο οι γυναίκες βάφουν τα χείλη τους, κοκκινάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. crayon «μολύβι»] …   Dictionary of Greek

  • ασπράδι — το ιού 1. το λεύκωμα του αβγού: Έτρωγε μονάχα τον κροκό του αβγού, τ ασπράδι το πετούσε. 2. ο άσπρος χιτώνας του βολβού του ματιού: Το ασπράδι του ματιού του ήταν κόκκινο. 3. φτιασίδι (πρβλ. κοκκινάδι) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κραγιόν — το (άκλ., λ. γαλλ.) 1. κοντύλι από χρωστική ύλη. 2. σκευασία κόκκινου χρώματος με την οποία οι γυναίκες βάφουν τα χείλη τους, κοκκινάδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φτιασίδι — φτιασίδι, το και φκιασίδι, το ψιμύθι προσώπου, καλλυντικό, κοκκινάδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φτιασίδωμα — φτιασίδωμα, το και φκιασίδωμα, το, ατος βάψιμο με κοκκινάδι, μακιγιάζ, μακιγιάρισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φτιασιδού, η — και φκιασιδού,η πληθ. ούδες, γυναίκα που χρησιμοποιεί φτιασίδι (βλ. λ.), που είναι γεμάτη κοκκινάδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φτιασιδώνω — φτιασίδωσα, φτιασιδώθηκα, φτιασιδωμένος, και φκιασιδώνω φκιασίδωσα, φκιασιδώθηκα, φκιασιδωμένος, βάφω με κοκκινάδι, μακιγιάρω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»